ορόβαξ

ορόβαξ
ὀρόβαξ, ἡ, και ὀροβάδιον, τὸ (Α)
το φυτό γλυκυσίδη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -αξ (πρβλ. σκύλ-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οροβάδιον — ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό ορόβαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον)] …   Dictionary of Greek

  • ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος …   Dictionary of Greek

  • σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”